εὔχρηστα

εὔχρηστα
εὔχρηστος
useful
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὔχρηστ' — εὔχρηστα , εὔχρηστος useful neut nom/voc/acc pl εὔχρηστε , εὔχρηστος useful masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • благопотребьныи — (8*) пр. Полезный, пригодный: съсудъ избранъ бл҃гопотребѣнъ. Пр 1383, 69г; Оугодникъ же моисии. и иже с нимь слоужиша б҃ви изволениѥмь бл҃гымъ. съсоуди бл҃гопотребнии соуще своемоу вл(д)цѣ (εὔχρηστα) ПНЧ XIV, 3а; И поне же всѩкы истѩзании ѡ(т)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αμυγδάλα — Λίθινα κατασκευάσματα της κατώτερης παλαιολιθικής εποχής σε σχήμα αμυγδάλου. Μερικοί μελετητές έχουν προτείνει να περιληφθεί σε μία και μόνη φάση η κατώτερη παλαιολιθική εποχή (δηλαδή η αχελλαία ή χελλαία περίοδος), με την ονομασία αμυγδαλινή… …   Dictionary of Greek

  • βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …   Dictionary of Greek

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλογραφία — Τομέας της μεταλλουργίας, ο οποίος μελετά τη δομή των μετάλλων και των κραμάτων με μικροσκοπική κυρίως ανάλυση. Αυτός ο τύπος ανάλυσης έχει υποκαταστήσει τελείως άλλες φυσικές και χημικές μεθόδους (προσδιορισμό της θερμοηλεκτρικής ισχύος, της… …   Dictionary of Greek

  • ντουραλουμίνιο — Ελαφρό κράμα που περιέχει περίπου 95% αλουμίνιο, 3 4% χαλκό και μικρή ποσότητα, κάτω από 1%, μαγνησίου και μαγγανίου που το παρασκεύασε το 1906 ο Γερμανός χημικός Άλφρεντ Βιλμ (1869 – 1937). Το κράμα, σε σχέση με το καθαρό μέταλλο, έχει… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλικά — I Δύο τοποθεσίες στον ελληνικό χώρο που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821. 1. Τοποθεσία της Κορινθίας. Εκεί, τον Σεπτέμβριο του 1821, στρατοπέδευσε ο Δημήτριος Υψηλάντης για να παρακολουθεί τον Ισθμό και να βοηθήσει στην πολιορκία… …   Dictionary of Greek

  • βρατσέρα ή μπρατσέρα — Τύπος ιστιοφόρου με τρία κυρίως κατάρτια και με εκτόπισμα έως 200 τόνους. Ο χαρακτηρισμός του τύπου των πλοίων αυτών δεν εξαρτάται από το είδος του σκάφους αλλά από την εξάρτυσή τους. Ήταν ο πιο κοινός τύπος πλοίου στις ελληνικές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”